ὁμομαστιγίας

ὁμομαστιγίας
ὁμομαστιγίᾱς , ὁμομαστιγίας
fellow-knave
masc acc pl
ὁμομαστιγίᾱς , ὁμομαστιγίας
fellow-knave
masc nom sg (attic epic doric aeolic)
ὁμομαστῑγίᾱς , ὁμομαστιγίης
masc acc pl
ὁμομαστῑγίᾱς , ὁμομαστιγίης
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ομομαστιγίας — ὁμομαστιγίας, ὁ (Α) (ως χαρακτηρισμός τού Διός στον Αριστοφάνη) αυτός που μαστιγώνεται, δηλαδή είναι δούλος, μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + μαστιγίας (< μάστιξ)] …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”